Εθελοντική στράτευση γυναικών στην Εθνική Φρουρά επεξεργάζεται η Κύπρος.
Σε εθελοντική βάση θα είναι η θητεία των γυναικών στην Εθνική Φρουρά, εάν και εφόσον τελικά ολοκληρωθεί η σχετική πρόταση, η οποία βρίσκεται στο τελικό στάδιο επεξεργασίας.
Στο θέμα αναφέρθηκε νωρίτερα, στην εκδήλωση που διοργάνωσε το ΓΕΕΦ για τη συμπλήρωση 60 χρόνων από την ίδρυση της Εθνικής Φρουράς, ο Πρόεδρος της Κυπριακή Δημοκρατίας Νίκος Χριστοδουλίδης.
“Είναι σε αυτό το πλαίσιο, που πολύ σύντομα – θέλω να το ανακοινώσω απόψε – από το 2025, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου σε λίγες μέρες, και ελπίζω – απευθύνομαι στα μέλη της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Άμυνας – να περάσει γρήγορα και από την [Κοινοβουλευτική Επιτροπή] Άμυνας, και οι κοπέλες θα έχουν τη δυνατότητα εθελοντικής κατάταξης στην Εθνική Φρουρά, όπως οι άρρενες, αμέσως μετά την ολοκλήρωση του Λυκείου και των Τεχνικών Σχολών που φοιτούν”, είπε ο Νίκος Χριστοδουλίδης.
“Θα μπορούν εθελοντικά να υπηρετήσουν την Εθνική Φρουρά, με ελάχιστη θητεία τους έξι μήνες και μέγιστη τους 14 μήνες, όπως οι άρρενες συμμαθητές τους στους 14 μήνες”, πρόσθεσε.
Στην ίδια εκδήλωση ο Υπουργός Άμυνας Βασίλης Πάλμας αναφέρθηκε στην ιστορία της Εθνικής Φρουράς λέγοντας:
“Η ίδρυση και λειτουργία της Εθνικής Φρουράς είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πολυτάραχη ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Συγκροτήθηκε, οργανώθηκε και κλήθηκε να εκτελέσει την αποστολή της κάτω από πολύ δύσκολες και περίπλοκες συνθήκες.
Με δεδομένη την για πολιτικούς, κοινωνικούς και ιστορικούς λόγους αδυναμία πλήρους εφαρμογής του άρθρου 129 του Συντάγματος, το οποίο προνοούσε τη σύσταση του Στρατού της Δημοκρατίας, το διχαστικό κλίμα ανάμεσα στις δύο κοινότητες, οι πρώτες ένοπλες διακοινοτικές συγκρούσεις στη Λευκωσία, τον Δεκέμβριο του 1963 και τα γενικευμένα επεισόδια που ακολούθησαν σε όλες τις πόλεις του νησιού, κατέστησαν επιτακτική την ανάγκη προστασίας της ίδιας της ύπαρξης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στις 25 Φεβρουάριου 1964, εξαγγέλθηκε από ραδιοφώνου η δημιουργία της Εθνοφυλακής, της εθελοντικής Εθνικής Φρουράς.
Στις 8 Μαΐου του ίδιου έτους, ο τότε γενικός εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατέθεσε σχετική πρόταση νόμου, με την οποία προνοούνταν η συγκρότηση στρατιωτικών Μονάδων.
Με στόχο τη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας του νεοσύστατου κράτους από εξωτερικούς και εσωτερικούς κινδύνους, την 1η Ιουνίου, το τότε Υπουργικό Συμβούλιο έλαβε την ιστορική απόφαση για την ίδρυση και λειτουργία της Εθνικής Φρουράς.
Στην Έκθεση των Επιτροπών Άμυνας, Νομικών και Οικονομικών της Βουλής, αναφερόμενη στη θέσπισή του προταθέντος νομοσχεδίου σε νόμο σημειώθηκε ότι «σκοπός τούτου είναι η δημιουργία προσθέτου ενόπλου δυνάμεως προς υποβοήθησιν και ενίσχυσιν των υφισταμένων ενόπλων δυνάμεων της Δημοκρατίας, ήτοι του Στρατού και των Δυνάμεων Ασφαλείας».
«Ο Νέος Νόμος εκφράζει την ακλόνητον αποφασιστικότητα Κυβερνήσεως και λαού να προασπίσουν την πατρώαν γην» έγραφε εφημερίδα της 2ας Ιουνίου 1964. «[…] Βασικός Λόγος η εξωτερική και εσωτερική ασφάλεια».
Αξίζει να σημειωθεί ότι στα πρώτα βήματα της νεοϊδρυθείσας Εθνικής Φρουράς καθοριστική υπήρξε η συμβολή των στελεχών που είχαν ήδη καταταγεί στον Κυπριακό Στρατό και αποσπάστηκαν στη δύναμη. Πολύ σημαντικός υπήρξε επίσης ο ρόλος της Ελλάδας, η οποία συνέδραμε την όλη προσπάθεια με έμψυχο δυναμικό και με υλικοτεχνικά μέσα.
Στις 4 Ιουνίου 1964 ανακοινώθηκε το τρίτο μέρος του Νόμου, το οποίο καλούσε προς κατάταξη όλους τους νέους στρατεύσιμους των κλάσεων 1961 – 62 και 63 και στις 15 του μήνα άρχισε η πρώτη υποχρεωτική κατάταξη στα Κέντρα Εκπαιδεύσεως.
Πριν ολοκληρώσουν τη βασική τους εκπαίδευση, οι καταταγέντες εθνοφρουροί της δύναμης, κλήθηκαν να υπερασπιστούν την Κυπριακή Δημοκρατία, κατά την διάρκεια των γεγονότων του Αυγούστου στην Τηλλυρία. Συνεπικουρούμενοι από τοπικές ομάδες εθελοντών, συμμετείχαν σε επιχειρήσεις στην περιοχή, με στόχο την αποτροπή διεύρυνσης του τουρκοκυπριακού θύλακα των Κοκκίνων και την αποσόβηση τετελεσμένων που θα είχαν τραγικές συνέπειες στο Κράτος.
Την επιτυχή εκτέλεση της αποστολής της Εθνικής Φρουράς ακολούθησε η σφοδρή απάντηση της Τουρκίας, όταν η Πολεμική της Αεροπορία βομβάρδισε ανηλεώς θέσεις της δύναμης, αλλά και άμαχο πληθυσμό.
Τα επόμενα 10 χρόνια, μέχρι το 1974, αποτέλεσαν μια μαύρη περίοδο για την Κύπρο, η οποία χαρακτηρίστηκε από την κλιμάκωση των συγκρούσεων ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, και ταυτόχρονα την εμφάνιση εσωτερικών μηχανορραφιών και τη δημιουργία διχαστικού κλίματος στην ελληνοκυπριακή πλευρά.
Τον Ιούλιο του 1974, μετά το προδοτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, παρά τις δυσχέρειες και τις σημαντικές ελλείψεις σε εξοπλισμό, υλικά και μέσα, οι άνδρες της Εθνικής Φρουράς, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, κατέβαλαν κάθε ικμάδα δύναμης που διέθεταν και πολέμησαν με απαράμιλλη αποφασιστικότητα για απόκρουση του Τούρκου εισβολέα.”