Ταβάρα-βάρα κ’ άβιζου και χαμοπετριαλίτρα
Στα παλιά τα χρόνια -και συνάμα αθώα- οι άνθρωποι όταν δεν μπορούσαν να εξηγήσουν ένα φαινόμενο το έδιναν μορφή και δημιουργούνταν οι δεισιδαιμονίες. Το φανταστικό αυτό πλάσμα κληρονομούσε τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτού του οποίου τους οδήγησε να το γεννήσουν.
Η Ταβάρα (Κερασούντα, Κοτύωρα, Τραπεζούντα) ή Θαβάρα (Οινόη) στον Πόντο ήταν ο εφιάλτης καθώς επίσης φάντασμα.
Το φάντασμα ερχόταν το βράδυ κυρίως, καθόταν στο στήθος του κοιμώμενου ανθρώπου και με το χέρι έκλεινε το στόμα του θύματος με σκοπό να τον σκοτώσει. Στο χέρι του όμως υπήρχε τρύπα από όπου ο άνθρωπος μετά βίας ανέπνεε. Κατά μία άλλη εκδοχή το φάντασμα είχε μορφή μεγαλόσωμης γυναίκας η οποία καθόταν στο στήθος του, δυσχεραίνοντας την αναπνοή.
Στη σημερινή εποχή μπορούσαμε να πούμε ότι η Ταβάρα ήταν η υπνική παράλυση.
Τα τροπάρια για να φύγει η Ταβάρα
Ένα από μέτρα προφύλαξης για να μην εμφανιστεί η Ταβάρα ήταν, μετά την βραδυνή προσευχή, να πουν ένα τροπάρι τρεις φορές και να σταυρώσουν το μαξιλάρι τους.
Τα λόγια που έλεγαν για να ξορκίσουν την Ταβάρα ήταν:
Ταβάρα-βάρα κ’ άβιζου
και χαμοπετριαλίτρα
για μέτρα τ’ άστρα τ’ ουρανού
και τη δεντρί τα φύλλα,
καυκίν καυκίν την θάλασσαν,
κοκκίν κοκκίν τον άμμον
κι’ αν απομέντσε ξαν καιρός
ατότε έλα φά με!
Δηλαδή,
Ταβάρα-βάρα μάγισσα (*)
και ‘συ που σέρνεσαι στη γη
για μέτρα τα αστέρια του ουρανού
και τα φύλλα από το δέντρο
κούπα κούπα τη θάλασσα
κόκκο κόκκο την άμμο
και αν σου απομένει καιρός
τότε έλα να με φας!
Εδώ μεταφορικά. Κατά μία άλλη εκδοχή το “άβιζου” αποδίδεται με την κυριολεκτική σημασία δηλ. αβυζού, δίχως στήθος.
καυκίν: κούπα («καυκὶν κρασὶν οὐ δίδουν μου»), ποτήριον
χαμοπετριαλίτρα: η χαμηλοπετούσα, αυτή που σέρνεται στη γη
Υπάρχει και ένα ακόμα τροπάρι το οποίο έλεγε (σε παρένθεση η παραλλαγή αυτού):
Ταβάρα, βαρj ανάμεσα σ’ (Ταβάρα βαρανάμεσας)
κατέβα πόλιν άμεσας (κατέβα πολινάμεσας)
καυκίν καυκίν τη θάλασσα
κοκκίν κοκκίν τον άμμο
όσα κοσκυοντρύπεα (όσα κοσκινοτρίπεα είν’)
όσα στομοκοκέφαλα (όσα στωμεκοτσέσφαλα)
όλα να μετράς ατά
και αν εν βραδήν να έρχ’σαι.
Δηλαδή,
Ταβάρα, βάρη μέσα σου (να βαρύνει το σώμα σου)
κατέβα (πάνε) στην πόλη αμέσως
να μετρήσεις ποτήρι ποτήρι τη θάλασσα
κόκκο, κόκκο την άμμο
όσες τρύπες κόσκινου
όσες κορφές πασσάλων
όλα να τα μετρήσεις αυτά
και αν είναι (αν σου μένει χρόνος) βράδυ να έρθεις.
Παρατηρούμε ότι και στις δύο εκδοχές διέταζαν ή εύχονταν η Ταβάρα να πάει να κάνει εργασίες που η ολοκλήρωσή τους θα απαιτούσε άπειρο χρόνο, ο οποίος όμως θα ήταν ικανός για αυτούς ώστε να κοιμηθούν.
Ο Σβραχνάς και η Μόρα
Ο πατέρας της επιστήμης της Λαογραφίας στην Ελλάδα, Νικόλαος Πολίτης έχει καταγράψει παρόμοιες μορφές δοξασίας στην Ελλάδα. Ο Σβραχνάς (ή Βραχνάς) από την Σάμο, η Μόρα από την Αθήνα και την Αρκαδία.
Στον Βουδισμό υπάρχει η λέξη Thavara (θαβάρα) που σημαίνει ακίνητος, μακράς διαρκείας (https://www.wisdomlib.org/definition/thavara) Οι κάτοικοι της Οινόης την Ταβάρα την έλεγαν Θαβάρα αλλά εκτιμάται ότι δεν έχει καμία σχέση με τη Thavara.
Σημείωση: Οι πηγές όλων των παραπάνω είναι βιβλία, με το παλιότερο αυτών να χρονολογείται το 1886. Δεν αναφέρονται για ευνόητους λόγους.