Δύο εγκληματικές οργανώσεις αλλοίωναν μετρήσεις αντλιών καυσίμων μέσω λογισμικού – Σφραγίστηκαν πρατήρια, κατασχέθηκαν χρήματα και πολυτελή οχήματα.
Σε μια από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις κατά της νοθείας καυσίμων, η Διεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος εξάρθρωσε δύο εγκληματικές οργανώσεις που εκμεταλλεύονταν παράνομο λογισμικό για την αλλοίωση των μετρήσεων αντλιών καυσίμων και διακινούσαν λαθραία ή νοθευμένα καύσιμα.
Η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε (11/3), με ταυτόχρονες εφόδους σε 44 πρατήρια καυσίμων, 7 οικίες και 2 γραφεία επιχειρήσεων. Συνολικά, συνελήφθησαν 61 άτομα, μεταξύ των οποίων τα αρχηγικά μέλη των δύο οργανώσεων, ενώ σχηματίστηκε δικογραφία για ακόμα 35 άτομα.
Πώς δρούσαν οι εγκληματικές οργανώσεις
Η πρώτη εγκληματική οργάνωση, δρούσε τουλάχιστον από τον Σεπτέμβριο του 2020 και αριθμούσε 57 μέλη (37 από τα οποία συνελήφθησαν). Μέλη εταιρείας, που δραστηριοποιείται στον τομέα της τεχνικής υποστήριξης πρατηρίων υγρών καυσίμων, συγκρότησαν εγκληματική οργάνωση, εντάσσοντας σταδιακά σε αυτή τα υπόλοιπα μέλη – πρατηριούχους και προχωρούσαν στην αλλοίωση των συστημάτων μέτρησης καυσίμων (αντλιών) και του λογισμικού του συστήματος εισροών – εκροών.
Με αυτό τον τρόπο εξαπατούσαν τους καταναλωτές με ελλειμματικές παραδόσεις καυσίμων και αποκόμιζαν τεράστια οικονομικά οφέλη από την περαιτέρω πώληση των καυσίμων που εξοικονομούνταν.
Για να πετύχουν τον σκοπό τους, το ηγετικό μέλος μαζί με άλλα μέλη της οργάνωσης, διέθετε έναντι αμοιβής στα πρατήρια καυσίμων ένα παράνομο εξειδικευμένο πρόγραμμα, το οποίο επικοινωνούσε με τις αντλίες των πρατηρίων και παρέκαμπτε το νόμιμο σύστημα εισροών – εκροών, ενώ παράλληλα επέτρεπε τη διενέργεια παραδόσεων καυσίμων χωρίς την έκδοση φορολογικών δελτίων εσόδων.
Το εν λόγω «έξυπνο πρόγραμμα» αφενός ήταν εγκατεστημένο στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές των πρατηρίων με ειδικές δικλείδες ασφαλείας ώστε να μην εντοπίζεται από τις ελεγκτικές Αρχές, αφετέρου έδινε τη δυνατότητα στους πρατηριούχους να ορίζουν το ποσοστό καυσίμου που θα παρακρατούσε η κάθε αντλία (συνήθως από 10 έως 30%).
Περαιτέρω, το πρόγραμμα έδινε τη δυνατότητα εξαγωγής του παράνομου πλεονάσματος χωρίς να εκδίδεται απόδειξη και χωρίς να καταγράφονται στο σύστημα εισροών – εκροών, ενώ ένα διαφορετικό πρόγραμμα αποθήκευε τα στοιχεία των αποδείξεων που δεν εκδίδονταν, ώστε ο πρατηριούχος, σε περίπτωση που χρειαζόταν, να έχει τη δυνατότητα εκ των υστέρων εκτύπωσης.
Η τεχνική υποστήριξη του προγράμματος πραγματοποιούνταν από 8 συλληφθέντα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, οι οποίοι ήταν υπάλληλοι και τεχνικοί της εταιρείας, ενώ μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και προγραμματιστής – ιδιοκτήτης εταιρείας, που είχε δημιουργήσει το πρόγραμμα εισροών – εκροών και το «έξυπνο πρόγραμμα» παραβίασης του φορολογικού μηχανισμού, ώστε να μην εκδίδονται αποδείξεις.
Από την οικονομική έρευνα που διενεργήθηκε προέκυψε ότι η νομιμοποίηση των εσόδων τους πραγματοποιούνταν μέσω μέλους της οργάνωσης, το οποίο είχαν καταστήσει ως «μπροστινό» σε πρατήριο υγρών καυσίμων, ιδιοκτησίας τους. Οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι είναι είτε πρατηριούχοι που είχαν εγκαταστήσει το παράνομο πρόγραμμα είτε προσωρινά υπεύθυνοι που κατελήφθησαν να εργάζονται ενώ το πρόγραμμα δούλευε.
Η δεύτερη εγκληματική οργάνωση, με 39 μέλη από τα οποία τα 24 συνελήφθησαν, φέρεται να δραστηριοποιείται τουλάχιστον από το 2022.
Το αρχηγικό μέλος αναλάμβανε προσωπικά την εγκατάσταση και την υποστήριξη του παράνομου λογισμικού στους πελάτες, ενώ παράλληλα προσέφερε τη δυνατότητα να το απενεργοποιούν από απόσταση επαναφέροντας την ομαλή λειτουργία των αντλιών, δυσχεραίνοντας έτσι το ελεγκτικό έργο των Αρχών.
Έξι μέλη διαδραμάτιζαν καθοριστικό ρόλο στη λειτουργία της οργάνωσης, καθώς διέθεταν εξειδικευμένες γνώσεις για τη βελτίωση του προγράμματος και την επίλυση προβλημάτων που ανέκυπταν, ενώ μέλος – συνεργάτης του ηγετικού, αποτελούσε τον εισπράκτορα από 105 πρατηριούχους, με πληρωμές σε μετρητά.
Επισημαίνεται ότι και στις δύο περιπτώσεις των εγκληματικών οργανώσεων, η χρήση του επίμαχου λογισμικού που επεμβαίνει στις αντλίες, παρέχει τη δυνατότητα διακίνησης λαθραίων ή ακόμα και νοθευμένων καυσίμων, τα οποία μπορούν να αποθηκευτούν σε κρυφές δεξαμενές των πρατηρίων.
Η πληρωμή του εγκαταστάτη του προγράμματος γινόταν κάθε μήνα σε μετρητά, τα οποία αποτελούσαν ποσοστό από το ποσοστό που έκλεβε το πρατήριο από τους καταναλωτές. Μάλιστα, σε περίπτωση μη πληρωμής, ο εγκαταστάτης είχε τη δυνατότητα να διακόψει τη λειτουργία του παράνομου λογισμικού μέχρι να πληρωθεί.
Κατασχέσεις και κυρώσεις
Κατά τις έρευνες, κατασχέθηκαν:
- 100 κεντρικές μονάδες ηλεκτρονικών υπολογιστών
- 8 πολυτελή αυτοκίνητα και 1 βαν
- 520.000 ευρώ
- Πλήθος σημειώσεων, κινητών τηλεφώνων και USB stick
Σε 34 πρατήρια εντοπίστηκε το παράνομο λογισμικό σε λειτουργία, ενώ σε 10 εξ αυτών αφαιρέθηκε ήδη η άδεια λειτουργίας για δύο χρόνια από την ΑΑΔΕ και το ΣΔΟΕ.
Η οικονομική ζημία που υπέστησαν οι καταναλωτές από τη δράση των δύο εγκληματικών οργανώσεων υπολογίζεται ότι ξεπερνά τα 100 εκατομμύρια ευρώ.

Τα κατασχεθέντα χρήματα κατατέθηκαν στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, ενώ τα κατασχεθέντα ψηφιακά πειστήρια απεστάλησαν για περαιτέρω ανάλυση στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών, η συμβολή της οποίας στη διερεύνηση και εξιχνίαση της υπόθεσης ήταν καταλυτική.
Πραγματογνώμονες – εξεταστές ψηφιακών πειστηρίων του Τμήματος Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων, συμμετείχαν στις επιτόπιες έρευνες, τόσο στις εταιρίες, όσο και σε πρατήρια υγρών καυσίμων, παρέχοντας κρίσιμα στοιχεία στο πλαίσιο των ερευνών.
Στις εν λόγω έρευνες, εντοπίστηκαν λογισμικά, όπου μεταξύ άλλων, είχαν τη δυνατότητα παραμετροποίησης των διασυνδεδεμένων αντλιών, παγώνοντας της μετρήσεις, προκειμένου να μην καταγράφονται στο σύστημα εισροών – εκροών. Τα εν λόγω λογισμικά καθώς και πλήθος ψηφιακών δεδομένων που κατασχέθηκαν θα αναλυθούν περαιτέρω κατά την εργαστηριακή τους εξέταση.
Δείτε το βίντεο της Αστυνομίας με το πως λειτουργούσε το παράνομο λογισμικό: