Ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Νίκος Ανδρουλάκης παρακολουθούνταν με νόμιμη επισύνδεση από την ΕΥΠ μετά από έγκριση ελληνικής εισαγγελικής αρχής.
Πριν αναφερθούμε στο ποια είναι αποστολή και η υπαγωγή της ΕΥΠ και πώς γίνεται η νόμιμη επισύνδεση ή διαφορετικά παρακολούθηση τηλεφώνου ας δούμε το ιστορικό της υπόθεσης παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη με τα μέχρι στιγμής γνωστά στοιχεία.
Το ιστορικό της παρακολούθησης Ανδρουλάκη
Στις 5 Αυγούστου 2022 παραιτήθηκαν ο Γενικός Γραμματέας του Πρωθυπουργού, Γρηγόρης Δημητριάδης και ο Διοικητής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), Παναγιώτης Κοντολέων.
Ο λόγος της παραίτησης του Διοικητή της ΕΥΠ ήταν λόγω “λανθασμένων ενεργειών που διαπιστώθηκαν στη διαδικασία των νόμιμων επισυνδέσεων“.
Όπως αναφέραμε σε προηγούμενο άρθρο, επισύνδεση είναι η παράλληλη σύνδεση τρίτου προσώπου σε δίκτυο επικοινωνιών κατά τρόπο που να παρακολουθεί τη διεξαγόμενη επικοινωνία και να λαμβάνει το περιεχόμενο και τα στοιχεία αυτής σε πραγματικό χρόνο.
Την ίδια ημέρα ο Νίκος Ανδρουλάκης δήλωσε ότι “η ΕΥΠ προχώρησε στην παρακολούθηση του, κατά τη διάρκεια της εσωτερικής εκλογικής διαδικασίας για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ” σημειώνοντας ότι τον Σεπτέμβριο του 2021 έγινε απόπειρα παγίδευσης του κινητού του τηλεφώνου με το κατασκοπευτικό λογισμικό Predator. Για την υπόθεση με το Predator “πριν από 10 ημέρες κατέθεσε μηνυτήρια αναφορά στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου”.
Πρόκειται λοιπόν για δύο διαφορετικά γεγονότα. Απόπειρα παγίδευσης του κινητού τηλεφώνου με το λογισμικό παρακολούθησης Predator και παρακολούθηση από την ΕΥΠ με συνακρόαση.
Μετά τη δήλωση του Νίκου Ανδρουλάκη, ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου δήλωσε ότι η περίπτωση επισύνδεσης ήταν νόμιμη και έγινε κατόπιν εγκρίσεως εισαγγελικής αρχής. Ο Γιάννης Οικονόμου δήλωσε επίσης ότι μόλις περιήλθε σε γνώση του Πρωθυπουργού η περίπτωση της νόμιμης επισύνδεσης η Κυβέρνηση επεδίωξε να ενημερώσει πλήρως το Νίκο Ανδρουλάκη.
Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες η παρακολούθηση του Ανδρουλάκη έγινε μετά από αίτημα ξένης αρχής ενώ ο ακριβής λόγος δεν έγινε γνωστός.
Αποστολή και υπαγωγή της ΕΥΠ
Η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών – ΕΥΠ σύμφωνα με το Νόμο 3649/2008 (ΦΕΚ 39/τεύχος Α/3 Μαρτίου 2008) έχει ως αποστολή, στο πλαίσιο του Συντάγματος και των νόμων, την αναζήτηση, συλλογή, επεξεργασία και γνωστοποίηση στις αρμόδιες αρχές των πληροφοριών που αφορούν:
α. Την προστασία και προώθηση των πολιτικών, οικονομικών, στρατιωτικών και εν γένει εθνικών στρατηγικών συμφερόντων της Χώρας.
β. Την πρόληψη και αντιμετώπιση δραστηριοτήτων που συνιστούν απειλή κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος, των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, της εδαφικής ακεραιότητας και της εθνικής ασφάλειας του Ελληνικού Κράτους, καθώς και του εθνικού πλούτου της Χώρας.
γ. Την πρόληψη και αντιμετώπιση δραστηριοτήτων τρομοκρατικών οργανώσεων, καθώς και άλλων ομάδων οργανωμένου εγκλήματος.
Σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα 81/2019 (ΦΕΚ 119/τεύχος Α/8 Ιουλίου 2019) «η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών η οποία συστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 2421/1953 και μετονομάστηκε και οργανώθηκε με το ν. 1645/1986 και το ν. 3649/2008 (Α’ 39) μεταφέρεται, ως σύνολο αρμοδιοτήτων, θέσεων και προσωπικού στον Πρωθυπουργό».
Σύμφωνα επίσης με το Νόμο 3649/2008, σε περίοδο πολέμου, επιστράτευσης ή άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας η ΕΥΠ υπάγεται στον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ, ο οποίος, δια του Διοικητή της ΕΥΠ, ασκεί πλήρη έλεγχο σε ό,τι αφορά τη συμβολή της στην άμυνα και την ασφάλεια της Χώρας. Στην περίπτωση οποιασδήποτε δράσης που αποβλέπει στη βίαιη κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος, η ΕΥΠ, μετά από απόφαση του ΚΥΣΕΑ, λειτουργεί ως κεντρική υπηρεσία διαχείρισης πληροφοριών της Χώρας.
Πώς γίνεται η παρακολούθηση τηλεφώνου από την ΕΥΠ
Η ΕΥΠ σύμφωνα με ανοικτές πηγές στο διαδίκτυο [Καθημερινή, Γιάννης Σουλιώτης, 7/8/2022 (αρχείο) και in.gr, 7/8/2022 (αρχείο)], έχοντας πληροφορίες που άπτονται θεμάτων της αποστολής της (εθνική ασφάλεια, τρομοκρατία κοκ) υποβάλλει αίτημα στον αρμόδιο Εισαγγελέα που εποπτεύει την ΕΥΠ, για έγκριση άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου του στόχου και έναρξη της τηλεφωνικής παρακολούθησης.
Το αίτημα όταν αφορά σε λόγους εθνικής ασφαλείας δεν περιλαμβάνει στοιχεία ταυτοποίησης του στόχου, όπως ονοματεπώνυμο, διεύθυνση κατοικίας κ.λπ. παρά μόνο εμπεριστατωμένα τους λόγους για τους οποίους πρέπει να παρακολουθηθεί ο στόχος και τον αριθμό του τηλεφώνου-στόχου.
Όταν το αίτημα εγκριθεί ξεκινάει η παρακολούθηση η οποία πλέον αποκτάει τον χαρακτηρισμό νόμιμη και έχει συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Η παρακολούθηση του τηλεφώνου με τη μέθοδο της συνακρόασης, γίνεται σε συνεργασία με τον τηλεπικοινωνιακό πάροχο προκειμένου να είναι δυνατή η καταγραφή του περιεχομένου των τηλεφωνικών συνομιλιών τού υπό παρακολούθηση ατόμου.
Πόσο διαρκεί η άρση του απορρήτου
Σύμφωνα με το Νόμο 2225/1994, η χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 2 μήνες.
Παρατάσεις της διάρκειας αυτής, οι οποίες δεν υπερβαίνουν κάθε φορά τους 2 μήνες, μπορούν να διαταχθούν με τη διαδικασία, που προβλέπεται κατά περίσταση, για την επιβολή του μέτρου και υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι της άρσης.
Σε κάθε περίπτωση οι παρατάσεις δεν μπορούν να υπερβαίνουν συνολικά τη διάρκεια των 10 μηνών.
Το ανώτατο αυτό χρονικό όριο δεν ισχύει στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η άρση του απορρήτου διατάσσεται για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Μετά τη λήξη της διάρκειας της άρσης, ή μετά τη λήξη του επιτρεπόμενου ανώτατου χρονικού ορίου της παύει αυτοδικαίως η άρση του απορρήτου.
Με διάταξη του οργάνου που επέβαλε την άρση μπορεί να διαταχθεί η παύση της και πριν από την πάροδο της ορισμένης διάρκειάς της, αν εκπληρώθηκε ο σκοπός ή έλειψαν οι λόγοι επιβολής του μέτρου.